ἐναλλάξ — crosswise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από … Dictionary of Greek
пременив — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прич. (греч. ἐναλλάξ) попеременно, наоборот, поочередно,… … Словарь церковнославянского языка
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ενηλλαγμένως — ἐνηλλαγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος τού παθ. παρακμ. τού εναλλάσσω) 1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά 2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.) 3. παραλλαγμένα … Dictionary of Greek
επαλλάξ — ἐπαλλάξ (Α) επίρρ. 1. εναλλάξ, σταυρωτά 2. αμοιβαία, εναλλάξ, κατά διαδοχική επανάληψη, «ἐκ περιτροπής» … Dictionary of Greek
καταλλάγδην — (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλάγ δην «εναλλάξ» (< ἀλλάσσω)] … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia